ἀλαωτύς

ἀλαωτύς
ἀλαωτύς (ἀλαός): blinding, Od. 9.503†.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αλαωτύς — ἀλαωτύς ( ύος), η (Α) [ἀλαῶ] στέρηση τής οράσεως, τύφλωση …   Dictionary of Greek

  • ἀλαωτύς — ἀλαωτύ̱ς , ἀλαωτύς blinding fem acc pl ἀλαωτύς blinding fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλαωτύν — ἀλαωτύς blinding fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλαώ — ἀλαῶ ( όω) (Α) τυφλώνω, στραβώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλαός. ΠΑΡ. αρχ. ἀλαωτύς. ΣΥΝΘ. αρχ. ἐξαλαῶ] …   Dictionary of Greek

  • βαλλητύς — βαλλητύς, η (Α) 1. η βολή 2. γιορτή της Δήμητρας στην Ελευσίνα με λιθοβολισμό μεταξύ των νέων. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία ο όρος βαλλητύς είναι δάνειο που συνδέεται παρετυμολογικά με το βάλλω λόγω της μορφής του θέματός του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”